ὀρτυγοκοπία

ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπίᾱ , ὀρτυγοκοπία
the game of quail-striking
fem nom/voc/acc dual
ὀρτυγοκοπίᾱ , ὀρτυγοκοπία
the game of quail-striking
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορτυγοκοπία — ὀρτυγοκοπία, ἡ (Α) [ορτυγοκόπος] παιδιά κατά την οποία τοποθετούσαν μέσα σε εγγεγραμμένο στο έδαφος κύκλο ένα ορτύκι ειδικά γυμνασμένο, που ο ορτυγοκόπος τό χτυπούσε με τον λιχανό δάκτυλό του ή αποσπούσε τα φτερά τού κεφαλιού του, παιδιά στην… …   Dictionary of Greek

  • ОРТИГОКОПИЯ —    • Όρτυγοκοπία,          ο̉ρτυγομανία, ο̉ρτυγοθη̃ραι, ο̉ρτυγοτρόφοι, см. Άλεκτρυόνων α̉γω̃νες, Петушиные бои …   Реальный словарь классических древностей

  • ορτυγοκοπικός — ὀρτυγοκοπικός, ή, όν (Α) [ορτυγοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία* ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία* …   Dictionary of Greek

  • ПЕТУШИНЫЕ БОИ —    • Άλεκτρυόνων αγω̃νες,          весьма любимая забава у греков, особенно в Афинах, где со времен Персидских войн даже на счет государства ежегодно устраивался такой бой в театре. Petit, leg. att. p. 84. Повод к установлению этого обычая… …   Реальный словарь классических древностей

  • ορτυγοκοπώ — ὀρτυγοκοπῶ, έω (Α) [ορτυγοκόπος] παίζω την ορτυγοκοπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”